σκουφάτος

σκουφάτος
-η, -ο
1. αυτός που φοράει σκούφο.
2. (για πουλιά) αυτός που έχει λοφίο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκουφάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που φορεί σκούφο 2. (για τα πουλιά) αυτός που φέρει στο κεφάλι λοφίο από φτερά («όρνιθα σκουφάτη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούφος + κατάλ. άτος (πρβλ. λεμον άτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”